Είμαι άνεργη δημοσιογράφος και ονομάζομαι Κυβέλη Χατζηζήση. Έχω πολλούς μήνες να δουλέψω. Κάθε μέρα μου είναι δύσκολη. Γεμάτη αγωνία. Κι όσο ο καιρός περνάει, γεμάτη φόβο. Αναζητώ απεγνωσμένα δουλειά, ακόμη κι αν δεν σχετίζεται με το έως πρότινος επάγγελμά μου . Μέχρι τότε το μόνο που ζητάω είναι να μην με αντιμετωπίζουν ως αριθμό, αλλά ως άνθρωπο. Τουλάχιστον αυτό.
Ανήκω σε μία ομάδα ανθρώπων που, δυστυχώς, καταλαμβάνει το 16% του ελληνικού πληθυσμού. Και, λέω τουλάχιστον, διότι αυτό το ποσοστό ανέργων είναι το επίσημα καταγεγραμμένο και όχι το πραγματικό.
Σ΄ ένα φανταστικό σενάριο – και, κατά τη γνώμη μου τραγικό – εάν οι άνεργοι φτιάχναμε κόμμα, τότε θα ήμασταν η τρίτη κοινοβουλευτική δύναμη. Κατά γενική ομολογία ο δικομματισμός που για χρόνια κυβερνά αυτή τη χώρα, είναι μία από τις βαθύτερες πληγές του τόπου. Τι κατάφεραν λοιπόν, οι δύο μεγάλοι ΠΑΣΟΚ – ΝΔ, μεταξύ άλλων; Το απόλυτο μπάχαλο αφενός, και, αφετέρου χώρο για μία τρίτη πολιτική δύναμη με αξιοσημείωτο ποσοστό.
Το να αναλύσω το πώς και το γιατί η χώρα έχει φτάσει σε τέτοιο αδιέξοδο, δεν είναι δουλειά μου. Αλλωστε, δεν έχω και τις γνώσεις που θα υποστήριζαν τις απόψεις μου. Το να καταγράψω, όμως, τη χυδαιότητα των ιθυνόντων έναντι των ακούσια αργόσχολων, μέσα απ΄ αυτό το site – το οποίο παρεμπιπτόντως βρίσκω να ακροβατεί με επιτυχία ανάμεσα στην καταγραφή της ψυχρής πραγματικότητας και της συναισθηματικής κατάστασης των ανθρώπων – το θεωρώ ανάγκη μου. Να τα πω να ξεσκάσω, ή, αλλιώς θα σκάσω, με απλές κουβέντες.
Η χυδαιότητα στην οποία αναφέρομαι – γνωρίζοντας καλά τη βαρύτητα της λέξης – έγκειται στο εξής: ενώ αντιμετωπίζομαι ως αριθμός (16%), ταυτοχρόνως παρουσιάζομαι και ως πρωταγωνίστρια. Πολιτικοί, δημοσιογράφοι (συνάδελφοι μου, μην ξεχνιόμαστε), διαμορφωτές κοινής γνώμης, με τα ρεπορτάζ και τις αναλύσεις τους, μου δίνουν καθημερινά το πρώτο ρόλο.
Προς στιγμήν σκέφτηκα πως ο πρωταγωνιστικός ρόλος είναι αυτός στον οποίο άπαντες δίνουν τη μεγαλύτερη σημασία. Στην προκειμένη περίπτωση οι ταινίες που πρωταγωνιστούμε εμείς οι άνεργοι (κι άλλες κοινωνικές ομάδες αναντίρρητα) είναι οι κλασσικές αμερικανικές ταινίες δράσης, όπου ο κακός πυροβολεί σχεδόν εξ΄ επαφής τον καλό. Ο ήρωας πέφτει κάτω. Αίματα πετάγονται παντού, η ανάσα βγαίνει με δυσκολία. Κι εκεί που νομίζεις πως ο καλός έχασε το παιχνίδι, εκείνος σηκώνεται αψηφώντας τον πόνο που ξεσκίζει την καρδιά και αρχίζει στο κυνήγι τον κακό, ο οποίος παρ΄ ότι δεν έχει πάθει ούτε γρατζουνιά, κινδυνεύει να πιαστεί από τον τραυματία! Στην επόμενη σκηνή, βέβαια, ούτε γάτα ούτε ζημιά. Αποτέλεσμα; Δεν είδαμε τις κόρες του τραυματία να διαστέλλονται από το φόβο. Δεν πανικοβληθήκαμε με το λουτρό αίματος. Δεν μυρίσαμε την ιδιόμορφη οσμή του αίματος. Δεν είδαμε γιατρούς και νοσοκόμους να παλεύουν να επαναφέρουν τον θανάσιμα τραυματισμένο ήρωα. Δεν νοιώσαμε ούτε για μια στιγμή το φόβο του ανθρώπου που υποδύεται ο ηθοποιός. Ούτε τον κόπο που χρειάστηκε για να αναρρώσει σωματικά και ψυχικά. Κάπως έτσι κυλούν οι σκηνές των εν λόγω ταινιών.
Κάπως έτσι περνά και η ζωή των ανέργων από τη μικρή οθόνη. Με την ανακοίνωση του ποσοστού ανεργίας και με πέντε δέκα ερωτήσεις σε ανθρώπους που κυκλοφορούν στο δρόμο ή βρίσκονται στις λαϊκές αγορές και σχολιάζουν την ακρίβεια των προϊόντων. Σωστό κι αυτό δεν θα διαφωνήσω. Σωστό, αλλά τόσο ελλιπές, που καταντάει λάθος. Γιατί;
Η δική μου καθημερινότητα και φαντάζομαι των περισσοτέρων συναδέλφων στην ανεργία, είναι γεμάτη με άλλου τύπου σκηνές και συναισθήματα:
Κάθε φορά που ο διαχειριστής μου χτυπάει την πόρτα για τα χρωστούμενα κοινόχρηστα, ντρέπομαι.
Κάθε φορά που ανοίγω το λογαριασμό της ΔΕΗ ή του ΟΤΕ (εάν δεν έχω κόψει το τηλέφωνο για λόγους οικονομίας) τρέμω μέχρι να διαπιστώσω εάν μπορώ να πληρώσω το οφειλόμενο ποσόν, ή, δεν μπορώ και θα μου κόψουν το ρεύμα, με αποτέλεσμα να ζω υπό το φως των κεριών, να πλένομαι με κρύο νερό, να τρέφομαι με άψητα σάντουϊτς, να μην βλέπω τηλεόραση και να μην ασχολούμαι με το κομπιούτερ μου.
Κάθε φορά που ανοίγω το ψυγείο μου και έχει μέσα τρεις ντομάτες και τρία πορτοκάλια, πεινάω.
Κάθε φορά που ψάχνω απεγνωσμένα για δουλειά και τίποτε δεν βρίσκω , απογοητεύομαι και νοιώθω άχρηστη.
Κάθε φορά που απλώνω το χέρι στη συνταξιούχο μάνα μου για δανεικά, ένας κόμπος στο λαιμό μου κόβει την ανάσα.
Κάθε φορά που συναντιέμαι με τους φίλους μου για καφέ (οι συναντήσεις σε ταβέρνες, ή, στο θέατρο και το σινεμά έχουν κοπεί εδώ και καιρό) αντί να μιλάμε για τα σχέδια και τα όνειρα μας, λέμε πόσοι ακόμη συνάδελφοι κινδυνεύουν να βγουν στο δρόμο κι εγώ φοβάμαι.
Κάθε βράδυ πέφτω για ύπνο με το άγχος εάν θα δω όνειρο ή, εφιάλτη.
Κάθε μέρα, παρ΄ότι δεν δουλεύω, ξυπνώ κουρασμένη, ανύμπορη να σηκωθώ από το κρεβάτι.
Κάθε φορά που ψάχνω να δω το φως στην άκρη του τούνελ, το μόνο που βλέπω είναι πυκνό σκοτάδι.
Στην πραγματική ζωή ο πόνος που προκαλεί η σφαίρα του εχθρού είναι οξύς και έχει διάρκεια. Δεν γιατρεύεται από τη μία στιγμή στην άλλη. Δεν κρατά ούτε από τη μία κινηματογραφική σκηνή στην επόμενη, ούτε λίγα λεπτά ενός δελτίου ειδήσεων.
Και, επιτέλους, καταργήσατε τη θέση εργασίας μου, δεν μου λέτε πόσο θα κρατήσει αυτή η κατάσταση, δεν συμμερίζεστε την αγωνία μου πέρα από τα παχυλά λόγια, με αντιμετωπίζετε σαν τον Ράμπο με τα δεκάδες τραύματα, αλλά δίχως ίχνος πόνου ζωγραφισμένου στο πρόσωπό του. Οι δικές μου πληγές όμως, πονάνε. Και, επίσης, το όνομά μου είναι Κυβέλη Χατζηζήση και όχι 16%.
*Η Κυβέλη Χατζηζήση είναι δημοσιογράφος